σέρνομαι

σέρνομαι
σέρνομαι, σύρθηκα, συρμένος βλ. πίν. 205
——————
Σημειώσεις:
σέρνομαι : η μτχ. ενεστώτα συνηθίζεται και με τον τύπο σερνάμενος, που μπορεί να έχει και έννοια επιθέτου. Π.χ. ... με μια βραχνή και σερνάμενη φωνή (Τσίρκα, Διηγ., σελ. 198), δηλ. αργόσυρτη και χαμηλή.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αργοσέρνομαι — σέρνομαι αργά …   Dictionary of Greek

  • παρέλκω — ΝΑ [έλκω] 1. παρελκύω, σέρνω κάτι στην άκρη 2. (για χρόνο) α) επιμηκύνω, παρατείνω («τὰ κατὰ τὸν κίνδυνον παρέλκειν ὀλίγας ἡμέρας», Πολύβ.) β) αναβάλλω («μηδὲν παρέλκων» χωρίς αναβολή) 3. ναυτ. σέρνω, ρυμουλκώ από την ξηρά με πάρολκο και αντίθετα …   Dictionary of Greek

  • υφέρπω — ὑφέρπω ΝΜΑ [ἕρπω] 1. σέρνομαι κάτω από κάτι και, κατ επέκτ., σέρνομαι κρυφά, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (α. «οι στρατιώτες προχωρούσαν προς το αντίπαλο στρατόπεδο υφέρποντας ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση» β. «οἷσιν... ὑφέρπει πικρὸς ὄφις», Γρηγ.… …   Dictionary of Greek

  • Griko language — language name=Griko nativename=Κατωιταλιώτικα Katoitaliótika states=Italy region=Southern, east of Reggio, Salento and Aspromonte speakers=20,000 [Vincent N., Italian , in B.Comrie (ed.) The world s major languages , London, Croom Helm, p.p.279… …   Wikipedia

  • Glossa grecani — Griko Griko Κατωιταλιώτικα Parlée en Italie Région Calabre, Pouilles Nombre de locuteurs 20.000 Classement 2 Typologie SVO …   Wikipédia en Français

  • Grico — Griko Griko Κατωιταλιώτικα Parlée en Italie Région Calabre, Pouilles Nombre de locuteurs 20.000 Classement 2 Typologie SVO …   Wikipédia en Français

  • Griko — Κατωιταλιώτικα Parlée en Italie Région Calabre, Pouilles Nombre de locuteurs 20.000 Typologie SVO syllabique Classification par famille …   Wikipédia en Français

  • Grìko — Griko Griko Κατωιταλιώτικα Parlée en Italie Région Calabre, Pouilles Nombre de locuteurs 20.000 Classement 2 Typologie SVO …   Wikipédia en Français

  • Итало-румейский язык — Самоназвание: Κατωιταλιωτικά Страны: Италия …   Википедия

  • έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”